ψεύδεται

ψεύδεται
ψεύδω
cheat by lies
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναληθής — ές (Α ἀναληθής, ές και ἀναλήθης, ες) 1. (για ανθρώπους) αυτός που ψεύδεται, ο ψεύτης 2. (για πράγματα) ψεύτικος, ανυπόστατος αρχ. (για ύφος) επιτηδευμένος, επίπλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀληθής. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλήθεια] …   Dictionary of Greek

  • κακομεταχειρίζομαι — 1. μεταχειρίζομαι άσχημα κάποιον ή κάτι, φέρομαι σκληρά 2. φρ. «κακομεταχειρίζεται την αλήθεια» διαστρεβλώνει την αλήθεια, ασεβεί προς την αλήθεια, ψεύδεται παραμορφώνοντας την πραγματικότητα …   Dictionary of Greek

  • κιβδηλεύω — (ΑΜ κιβδηλεύω) [κίβδηλος] νοθεύω, παραποιώ ευγενή μέταλλα, κυρίως χρυσό και άργυρο, ή νομίσματα ή εμπορεύματα (α. «τοῑς τὸ νόμισμα κιβδηλεύουσιν», Αριστοτ. β. «πᾱς γὰρ τῶν κατ ἀγορὰν ὁ κιβδηλεύων τι ψεύδεται καὶ ἀπατᾱ», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • λωπεύει — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ψεύδεται» …   Dictionary of Greek

  • ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… …   Dictionary of Greek

  • όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …   Dictionary of Greek

  • ανιχνευτής ψεύδους — Συσκευή με την οποία από τις ψυχοβιολογικές αντιδράσεις του ατόμου μπορεί να διαγνωστεί αν αυτό ψεύδεται ή όχι, όταν του τίθενται συγκεκριμένες ερωτήσεις. Υπάρχουν διάφοροι τύποι συσκευών α.ψ. ανάλογα με το είδος της αντίδρασης που χρησιμοποιούν… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γκριλπάρτσερ, Φραντς — (Franz Grillparzer, Βιέννη 1791 – 1872).Αυστριακός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Διακρινόταν από μία προδιάθεση προς την κατήφεια και τη μελαγχολία, που επηρέασε το έργο του. Στο γράψιμό του συνδυάζονται το ισπανικό δράμα σε ύφος μπαρόκ και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”